επισφραγίζω

επισφραγίζω
(AM ἐπισφραγίζω)
1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία)
2. ολοκληρώνω, συμπληρώνω, επιστεγάζω, επιστέφω («με τον θάνατό του επισφράγισε το έργο του»)
αρχ.
1. βάζω κάτι ως σφραγίδα κάπου, εντυπώνω («δεῑ γὰρ αὐτὴν ἀνευρεῑν [τὴν πολιτικήν], καί... ἰδέαν αὐτῇ μίαν ἐπισφραγίσασθαι», Πλάτ.)
2. παθ. ἐπισφραγίζομαι
α) αποτυπώνομαι κάπου («τὸ γεγονός ἐν ταῑς γνώμαις ἐπεσφραγίσθη», Πολ.)
β) σημειώνομαι με κάτι
3. φρ. «ἐπισφραγίζω τινί τι» — δίνω κάτι σε κάποιον ως επίσημο δώρο
4. μέσ. δίνω νομιμότητα, κύρος σε κάτι («ἐπισφραγισαμένους ὅσα ἂν εἶναι καίρια δοκῇ», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπισφραγίζω — put a seal on pres subj act 1st sg ἐπισφραγίζω put a seal on pres ind act 1st sg ἐπισφρᾱγίζω , ἐπισφραγίζω put a seal on pres subj act 1st sg ἐπισφρᾱγίζω , ἐπισφραγίζω put a seal on pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισφραγίζω — επισφραγίζω, επισφράγισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επισφραγίζω — επισφράγισα, επισφραγίστηκα, επισφραγισμένος, μτβ. 1. βάζω σφραγίδα σε κάτι, το σφραγίζω. 2. μτφ., δίνω κύρος σε κάτι, το επιβεβαιώνω: Επισφραγίστηκε η γνώμη μου με τα λεγόμενά του. 3. μτφ., ολοκληρώνω κάτι με κάποια τελευταία πράξη, επιστεγάζω:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισφραγιεῖ — ἐπισφραγίζω put a seal on fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπισφραγίζω put a seal on fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπισφρᾱγιεῖ , ἐπισφραγίζω put a seal on fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπισφρᾱγιεῖ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισφραγιζομένων — ἐπισφραγίζω put a seal on pres part mp fem gen pl ἐπισφραγίζω put a seal on pres part mp masc/neut gen pl ἐπισφρᾱγιζομένων , ἐπισφραγίζω put a seal on pres part mp fem gen pl ἐπισφρᾱγιζομένων , ἐπισφραγίζω put a seal on pres part mp masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισφραγιζόμεθα — ἐπισφραγίζω put a seal on pres ind mp 1st pl ἐπισφρᾱγιζόμεθα , ἐπισφραγίζω put a seal on pres ind mp 1st pl ἐπισφραγίζω put a seal on imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) ἐπισφρᾱγιζόμεθα , ἐπισφραγίζω put a seal on imperf ind mp 1st pl (homeric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισφραγιοῦντα — ἐπισφραγίζω put a seal on fut part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπισφραγίζω put a seal on fut part act masc acc sg (attic epic doric) ἐπισφρᾱγιοῦντα , ἐπισφραγίζω put a seal on fut part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισφραγισαμένων — ἐπισφραγίζω put a seal on aor part mid fem gen pl ἐπισφραγίζω put a seal on aor part mid masc/neut gen pl ἐπισφρᾱγισαμένων , ἐπισφραγίζω put a seal on aor part mid fem gen pl ἐπισφρᾱγισαμένων , ἐπισφραγίζω put a seal on aor part mid masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισφραγισθέντα — ἐπισφραγίζω put a seal on aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπισφραγίζω put a seal on aor part pass masc acc sg ἐπισφρᾱγισθέντα , ἐπισφραγίζω put a seal on aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπισφρᾱγισθέντα , ἐπισφραγίζω put a seal on aor part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισφραγισάντων — ἐπισφραγίζω put a seal on aor part act masc/neut gen pl ἐπισφραγίζω put a seal on aor imperat act 3rd pl ἐπισφρᾱγισάντων , ἐπισφραγίζω put a seal on aor part act masc/neut gen pl ἐπισφρᾱγισάντων , ἐπισφραγίζω put a seal on aor imperat act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”